- ἁπλώματος
- ἅπλωμαthat which is unfoldedneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως … Dictionary of Greek
ανάπτυγμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα της αναπτύξης, του απλώματος. 2. (συνήθως μαθημ. έννοια), επίπεδη επιφάνεια που έχει το ίδιο εμβαδόν με άλλη που δεν είναι επίπεδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)